- επαΐσσω
- ἐπαΐσσω (Α)1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ' ἄρ' ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.)(και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ' ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.)2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ' ἐπάξας σαρκῶν ὀστέων τ' ἐμπλησθῶ;», Ευρ.)3. (για άνεμο) εφορμώ, επιπνέω, πνέω σφοδρά4. μέσ. κερδίζω κάτι με την ταχύτητα («ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αΐσσω «κινούμαι με ορμή, ορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.